- προσμένω
- ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιμένω Α1. περιμένω με χαρά και ανυπομονησία κάποιον, ιδίως ένα πολύ αγαπητό πρόσωπο, καρτερώ («σε προσμένω πάντοτε / νύχτα κι αυγή και μέρα», Παλαμ.)2. (σχετικά με ποθητές καταστάσεις ή γεγονότα) περιμένω ελπίζοντας, προσδοκώ3. αναμένω ένα γεγονός τού οποίου η επέλευση θεωρείται βέβαιη ή αρκετά πιθανή (α. «στόμα μαχαίρας, βάσανα / κλαύματα φυλακής / τότε ας προσμένη», Κάλβ.β. «δορίκτυπον ἀλαλάν... προσμένοι», Πίνδ.)4. (για γεγονότα ή καταστάσεις) πρόκειται να ακολουθήσω, επίκειμαιαρχ.1. μένω σε μια κατάσταση, παραμένω2. εμμένω σε κάτι, επιμένω3. μένω πιστός σε κάποιον, αφοσιώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* / ποτί* + μένω].
Dictionary of Greek. 2013.